- κομποφακελορρήμων
- κομποφακελορρήμων, -ον (Α)(ως επίθ. τού Αισχύλου στον Αριστοφάνη) αυτός που σχηματίζει και χρησιμοποιεί φακέλους, δηλ. δεμάτια κομπαστικών, πομπωδών λέξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + φάκελος «δέσμη» + -ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. κομπο-ρρήμων, ψευδο-ρρήμων].
Dictionary of Greek. 2013.